Πίπα,
γαμῆσι
καὶ
χυσιό, γηορτή,
χαρὰ
μεγάλη
καὶ
πρωκτοσυνουσίασι στῆς
ἔκστασης
τὴν
ζάλη.
Μουνὶ
ἐδῶ,
μουνὶ
ἐκεῖ, μουνὶ
καὶ
παραπέρα
γηορτάζουν
–λέει– τῆς
Θεᾶς τὴν
ἱερὰ
ἡμέρα.
Δίπλα
ἀπ’
τὴν
πρωθιέρεια νά!
καὶ
ὁ
κερασφόρος
κι
ἡ
καῦλα
του ξεχύνεται στὸ
χυσωμένο ὄρος.
Λαλεῖ
πουλί, παίρνει ψωλὴ κι
ἡ
Λίλιθ τὸ
ζηλεύει
ζεστὸ
τῆς
πούτσης ξερατὸ νὰ
καταπιῇ
γυρεύει.
Δωρὰν
καυλὶ
ἐλάβετε καὶ
δότε δωρεάν τε
οἱ
τράγοι καὶ
τὰ
ἑρπετὰ τὸν
κῶλο
σας γαμᾶν
τε.
Ψωλόχι
ἄσπρο
καὶ
παχύ μεγάλη
εὐλογία
μόν’
ἔτσι
–λέει– εἶσ’
ἄξιος ν’ἀσπάζησαι
τὰ
θεῖα.
Κράζει
ἡ
πρωθιέρεια γιὰ
ποῦτσα
λυσσασμένη:
«Ἀπ’
τοὺς
πιστούς της ἡ
Θεά εἶν’
ἱκανοπημένη».
Μέσα
στὴν
καῦλα
τὴν
καυτή καὶ
μέσ’ στὴν
ἄγρια
στύσι
τὸν
λασπωμένο κῶλο
της θὰ
τὸν
ὑλοποιήσῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου