Ὅ,ποιος τὰ ζῷα ἀγαπᾷ
τοῦ κατουράω τὰ ὀστᾶ
τοῦ μαχαιρώνω τὸν κλανιὰ
καὶ τοῦ ξηλώνω τὴ γκαρδιὰ
Κατώτερες μορφὲς ζωῆς
χρῄζουνε μίσους καὶ ὀργῆς
ποτέ σου μήν νὰ ξεχαστῇς
ὅ,που τὰ δῇς νὰ τὰ γαμῇς
Περπρατζομπούκι βιδωτὸ
ἀρχιδοτάφι κουφωτὸ
τοῦ σκύλου τὸν ζεστὸ πρωκτὸ
τὸν σακατεύω μὲ λοστὸ
Ἕνα σκυλὶ στὴ γειτονιὰ
γλείφει, γαυγίζει καὶ πηδᾷ
τοῦ νυστεριάζω τὴν κοιλιὰ
καὶ τοῦ ἁρπάζω τὰ νεφρὰ
Γαμῶ τὰ ζῷα μὲ μπαλντὰ
βρωμᾶν καὶ χέζουνε σκατᾶ
γαμιοῦνται σἂν αὐτιστικὰ
καὶ δὲν ἀρθρώνουνε μιλιὰ
Μὲ ἀνεξέλικτη ψυχὴ
μὲ σάρκα βρώμικη, λυγρὴ
τἶρθαν νὰ κάνουν στὴ ζωή;
μόνο γαμῆσι καὶ φαΐ
Ἐνσαρκωθῆκαν οἱ ψυχὲς
σὲ σάρκες ἄτιμες, λεπρὲς
μέχρι νὰ φύγουν ἀπὸ δῷ
θὰ τοὺς γαμήσω τὸ Χριστὸ
Ῥεφραῖν 2:
Ἦρθαν καὶ μπῆκαν οἱ ψυχὲς
σὲ σάρκες μαῦρες, ἁλμυρὲς
πρὶν νὰ τὴν κάνουν ἀπὸ δῷ
θὰ τοὺς σκοτώσω τὸ Θεὸ
Ῥεφραῖν 3:
Μπῆκαν πρωτόγονες ψυχὲς
σὲ σάρκες ἄθυμες, γλισχρὲς
πρέπει νὰ φύγουν ἀπό ‘δῷ
φτύνοντας αἷμα καὶ χτικιὸ