Εἶναι
τὸ
φῶς,
ἡ
ἀνατολή; ἢ
μήπως εἶν’
ἡ
δύσι;
τιμὴ
σ’ αὐτὸν
ποὺ
πρόλαβε μὲ
βογγητὰ
νὰ
χύσῃ.
Ἡ
ἐπιβράβευσι
κοντά καὶ
τὸ
κωλὶ
ἐν
ὄψει
πρῶτος
αὐτὸς
γιὰ
τὴν
Θεά τὴν
ποῦτσα
του θὰ
κόψῃ.
Μπροστά
του ἐμφανίζεται καὶ
στέκεται μὲ
χάρι
δίπλα
ἀνδράποδα
πολλά μ’
ἕνα
λειψὸ
παπάρι.
Στέκουν
σεμνὰ
καὶ
ταπεινά πιστὰ
ὑπηρετοῦνε
τὴν
σοῦφρα
τῆς
Μεγαθεᾶς νὰ
γλείψουνε ζητοῦνε.
«Ἔλα
κοντά μου τέκνο μου καὶ
κόψε σου τὸ
πέος
στὴν
φύσι μου τὴν
θηλυκή θέλω
νὰ
νοιώθῃς
δέος».
«Τὸ
πνεῦμα
σου, ἀνδρείκελο γιὰ
νὰ
ἀναβαθμίσῃς
τὴν
θήλεια ὑπεροχή πρέπει
ν’ ἀναγνωρίσῃς».
«Ἐγώ
εἰμὶ
μουνόδουλε Κυρία
ἡ
Θεά σου
καὶ
ἀπὸ
τὸν
τράγο ζήτησε νὰ
λάβῃς
τὰ
καυλιά σου».
Τῶρα
τὸ
σπίτι σου γαμοῦν καὶ
σὺ
ψωλογουστάρεις
ἔτσ’
εἶναι
παλιοπουσταρᾶ τ’
ἀρχίδια
μου θὰ
πάρῃς.
Ῥούφα
μουνόμυξα ζεστή ἀπὸ
τὸ
ξέχειλο μουνί
ἡ
μύησί
σου πουσταρᾶ ἀλήθεια
ψωλοκωλική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου