Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

ΦΙΛΟΖΩΪΑ;


Ὅ,ποιος τὰ ζῷα ἀγαπᾷ
τοῦ κατουράω τὰ ὀστᾶ
τοῦ μαχαιρώνω τὸν κλανιὰ
καὶ τοῦ ξηλώνω τὴ γκαρδιὰ

Κατώτερες μορφὲς ζωῆς
χρῄζουνε μίσους καὶ ὀργῆς
ποτέ σου μήν νὰ ξεχαστῇς
ὅ,που τὰ δῇς νὰ τὰ γαμῇς

Περπρατζομπούκι βιδωτὸ
ἀρχιδοτάφι κουφωτὸ
τοῦ σκύλου τὸν ζεστὸ πρωκτὸ
τὸν σακατεύω μὲ λοστὸ

Ἕνα σκυλὶ στὴ γειτονιὰ
γλείφει, γαυγίζει καὶ πηδᾷ
τοῦ νυστεριάζω τὴν κοιλιὰ
καὶ τοῦ ἁρπάζω τὰ νεφρὰ

Γαμῶ τὰ ζῷα μὲ μπαλντὰ
βρωμᾶν καὶ χέζουνε σκατᾶ
γαμιοῦνται σἂν αὐτιστικὰ
καὶ δὲν ἀρθρώνουνε μιλιὰ

Μὲ ἀνεξέλικτη ψυχὴ
μὲ σάρκα βρώμικη, λυγρὴ
τἶρθαν νὰ κάνουν στὴ ζωή;
μόνο γαμῆσι καὶ φαΐ

Ἐνσαρκωθῆκαν οἱ ψυχὲς
σὲ σάρκες ἄτιμες, λεπρὲς
μέχρι νὰ φύγουν ἀπὸ δῷ
θὰ τοὺς γαμήσω τὸ Χριστὸ


Ῥεφραῖν 2:

Ἦρθαν καὶ μπῆκαν οἱ ψυχὲς
σὲ σάρκες μαῦρες, ἁλμυρὲς
πρὶν νὰ τὴν κάνουν ἀπὸ δῷ
θὰ τοὺς σκοτώσω τὸ Θεὸ


Ῥεφραῖν 3:

Μπῆκαν πρωτόγονες ψυχὲς
σὲ σάρκες ἄθυμες, γλισχρὲς
πρέπει νὰ φύγουν ἀπό ‘δῷ
φτύνοντας αἷμα καὶ χτικιὸ

ΟΧΤΩ ΧΡΟΝΩ ΣΑΤΑΝΙΣΤΗΣ

ΟΧΤΩ ΧΡΟΝΩ ΣΑΤΑΝΙΣΤΗΣ, ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ ΜΕΙΡΑΚΙ
ΕΙΧΕ ΠΕΝΤΑΛΦΑ ΚΕΝΤΗΤΗ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΟΡΤΣΑΚΙ

ΞΑΝΘΟΣ ΑΜΟΥΣΤΑΚΟΣ ΝΤΑΗΣ ΠΟΥ’ΒΡΙΖΕ ΑΠΟ ΚΟΥΝΙΑ
ΚΙ ΕΠΙΝΕ ΑΙΜΑ ΣΦΑΖΟΝΤΑΣ ΑΛΟΓΑ ΚΑΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ

ΑΝΗΛΙΞ ΜΑΥΡΟΜΑΓΙΣΤΗΣ ΚΙ Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΝΤΑΦΟ
ΟΛΗ ΤΗ ΜΕΡΑ ΑΛΗΤΕΥΕ ΚΑΙ ΕΛΟΙΩΝΕ ΣΤΟ ΜΠΑΦΟ

ΣΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΤΡΙΓΥΡΝΑΓΕ ΜΕ ΤΟ ΣΟΥΓΙΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
ΚΑΙ ΣΤΑ ΓΥΦΤΑΚΙΑ ΕΣΤΗΝΕ ΜΑΚΑΒΡΙΟ ΚΑΡΤΕΡΙ

ΚΟΥΤΑΒΙΑ ‘ΠΟΚΕΦΑΛΙΖΕ ΚΑΙ ΕΠΙΝΕ ΤΟ ΑΙΜΑ
ΚΑΙ Τ’ ΑΝΤΕΡΑ ΤΟΥΣ ΕΣΤΕΛΝΕ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΟ ΜΕ ΔΕΜΑ

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΧΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΤΡΑΓΙΑ ΚΑΙ ΒΛΑΣΦΗΜΙΕΣ
ΚΙ ΟΤΑΝ ΕΡΧΟΤΑΝ Ο ΠΑΠΠΑΣ, ΓΑΜΟΥΣΕ ΠΑΝΑΓΙΕΣ

ΝΑΖΟΒΟΤ

Γαμάει σ τ ρόμποκοπ κα χύνει πέψι-κόλα
ο
ρλιάζει, βρίζει δαίμονες κα σφάζει τ γκαργιόλα

τ
μάτια του πόκοσμα μ λέιζερ κτίνες
στ
ρχίδγια του τιτάνιο κα 2 νιτροτουρμπίνες

τσάλινα τ δόντια του κ ποτζα π σῆμι
βιάζει τ
ς δαπίτισσες, τσκίζει σν γρίμι

νευρ
νες π ρόδιο κα δέρμα σιλικόνη
μουνάκια
τριχα, μικρ γουστάρει ν ματών

στ
στήθη του γρυλίζουνε δυ κινητρες χόντα
τ
μπαίζει σ λυκάνθρωπος, ποτε βλέπ τσόντα

σ
ν δ εκόνα το Χριστο, τ γκαίει κα τ χύνει
στ
σαταν προσεύχεται κι νέργεια το δίνει

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΕ ΒΡΟΥΝ ΝΕΚΡΟ

κατουρντας τ σημαία κα γαμντας τ σταυρ
χτίζω
να κόσμο φίνο, μορφο κα ναζικ

ὑπανθρώπους μαχαιρώνω κα
καθίκjα ριστερος
λβανος στεγν ζβερκώνω, Πάκια, Γύφτους κι φγανος

σατανάδες ζωγραφίζω σ
ξωκκλζα κι ερ
κα
στος μβωνες θυσjάζω περιστέρια κα σκυλι

μπρ
ς στς πόρτες τν Χριστχιάνων χέζω, χύνω κα ξερν
τ
παιδγιά τους κυνηγάω μς τος δρόμους σ χτικι

στ
ν ζητγιάνων τ μπαλάμη φτύνω όχα παχυλ
μ
μπετζίνα λαμπαδγιάζω τ πρεζάκια στο Ψυρρ

ο
νθρποι μ φοβονται, εμ γέρωχος ναζ
το
ς μπόρους ξεκοιλιάζω, τος γαμ τ μαγαζ

μ
μι ζβάστιγγα στ στθος κα τ γκέλτικο σταυρ
θ
σκοτώνω πανθρώπους, μέχρι ν μ βρον νεκρ

ΜΙΑ ΠΟΥΤΖΑ ΑΠΟ ΜΑΟΝΙ

εναι τ χύσχια το βοργι πο λοιώνουν σ τ χιόνι
στ
γκλο μέσα το Χριστο μι ποτζα π μαόνι

ε
ν πνο το φαιστου πο φλέγει τ νειρά μας
σφυρηλατε
τρχδια μας, σκληραίνει τ γκαρδιά μας

ε
ναι τ στρα κε ψηλά, φωτίζουνε τ δρόμο
ν
γίν μάγκα σφαγή, ν σπείρουμε τ ντρόμο

λευκο
νθρώποι σπιλοι χιμον στ πρόσταγμά μου
θέλω ν
δ βρος νεκρος πολλος στ πέρασμά μου

ς καρφωθ λόγχη μου στ τιμα νεφρά τους
ν
τος γαμήσω τ Γιαχβέ, ν σβήσ γενιά τους

Γι
Δία, ρη, ρακλ σκοτώνω μ μανία
θ
βλαστημ πεθαίνοντας τ μπόρνη Παναγία