Προσκύνησα τὴ ζβάστιγκα στὰ δώδεκά μου χρόνια
μὲ σκίνχους
μαχαιρώναμε στὴ Νίκαια πρεζόνια
τσογλάνια Πειραιώτηδες μὲ φῦτρα ἀπ᾽τὴ Μάνη
σὲ οὕλους τοὺς ὑπάνθρωποι σερβίραμε ζγκερμπάνι
στὴ Γκοκκινιὰ μαρσάραμε τὶς νῦχτες μὲ παπάκια
ἀριστεροὺς τραμπούκιζα, πουτάνες καὶ γυφτάκια
τὰ μάτια ἀπ᾽ τὸ μῖζοζ μου
κοκκίνιζαν μὲ αἷμα
νυστέριαζα κοπρόσκυλα καὶ τἄῤῥιχνα στὸ ῥέμα
μὲ κούρεμα
χιτλέρικο καὶ μούσκουλα τουμπάνι
μὲ κέλτικο σταυρὸ τατοῦ ναζίδικο ἀλάνι
τό «Νεκρονοῦμι» πάντοτε στὸ προσκεφάλι κάτω
στὸν ὕπνο μου ἐγάμαγα τῆς Παναγιᾶς τὸ μπάτο
οἱ φίλοι πιὰ σκορπίσανε καὶ κάποιοι γεῖναν μπράβοι
καὶ τὸ Μπαρτζῶχα πήρανε γιὰ μοῦτσο σὲ καράβι
τὶ κι ἂν μᾶς χώρισ᾽ ἡ ζωή, σἀντότε μᾶς ἑνώνει
ἡ ἅγια μάννα ζβάστιχα ποὺ τὴ μπζυχὴ πωρώνει
ΠΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ!!!
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ!!!