(διασκευὴ τοῦ ποιήματος «Μαραμποῦ» τοῦ Νίκου
Καββαδίου)
Λένε γιὰ μένα
οἱ ναζιστὲς ποὺ σφάζαμε μαζὺ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι λυσσασμένο,
ὅτι τ’ ἀλβάνια μ’ ἕναν τρόπο ἀντίθεο μισῶ
καὶ νὰ τοῦς βγάλω τἄντερα μὲ σύνεσι προσμένω.
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι λυσσασμένο,
ὅτι τ’ ἀλβάνια μ’ ἕναν τρόπο ἀντίθεο μισῶ
καὶ νὰ τοῦς βγάλω τἄντερα μὲ σύνεσι προσμένω.
Ἀκόμα, λένε πὼς
τραβῶ τσεκούρι καὶ λοστό,
πὼς κάποιο μίσος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
μὲ μαίανδρους καὶ σβάστιγγες, βαθιὰ χαρακωμένο.
πὼς κάποιο μίσος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
μὲ μαίανδρους καὶ σβάστιγγες, βαθιὰ χαρακωμένο.
Μ᾿ ἀπόψε,
τώρα ποὔφτασε ἡ ναζικὴ βραδιά,
καὶ πνίγουμε στὴ θάλασσα τῶν Ἀσιατῶν τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
αὐτὸ ποὺ ὁ μπαρμπα-Σατανὰς παρήγγειλε νὰ γείνῃ.
καὶ πνίγουμε στὴ θάλασσα τῶν Ἀσιατῶν τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
αὐτὸ ποὺ ὁ μπαρμπα-Σατανὰς παρήγγειλε νὰ γείνῃ.
Ἤμουνα τότε
δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ πογκρὸμ
κι ἑβραίους ξεκοιλιάζαμε στὴν Ἅγια Γερμανία
ᾖταν μαζὺ κι ὁ Δαίμονας, τῶν Βίκινγκς, ὁ Μοργκοῦλ
καὶ μιὰ στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
κι ἑβραίους ξεκοιλιάζαμε στὴν Ἅγια Γερμανία
ᾖταν μαζὺ κι ὁ Δαίμονας, τῶν Βίκινγκς, ὁ Μοργκοῦλ
καὶ μιὰ στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
Εἶχε φωνὴ
συριστική, βραχνὴ καὶ νεκρική,
οἱ σάρκες ἀπ’τὸ σῶμα του ἐπέφτανε κομμάτια,
τὰ κόκκαλα φαινόντουσαν καὶ κύτταζε μ’ ὑγρά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
οἱ σάρκες ἀπ’τὸ σῶμα του ἐπέφτανε κομμάτια,
τὰ κόκκαλα φαινόντουσαν καὶ κύτταζε μ’ ὑγρά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Στίχους συχνὰ
ἀπήγγειλε παλῃοὺς Νορβηγικοὺς
στίχους γεμάτους νάζωμα, σπαθὶ κι αἱμοποσία,
ἀπὸ Ἔπη ἀτραγούδιστα ἡρώων Σκανδιναυῶν,
κι ὅλοι ἀναπολούσαμε «Μητέρα Νορβηγία».
στίχους γεμάτους νάζωμα, σπαθὶ κι αἱμοποσία,
ἀπὸ Ἔπη ἀτραγούδιστα ἡρώων Σκανδιναυῶν,
κι ὅλοι ἀναπολούσαμε «Μητέρα Νορβηγία».
Κράνος φοροῦσε
σιδηρό, μὲ κέρατα καρφιὰ
κράταγε ξίφος καὶ σφυρί, καὶ ἔσερν’ ἁλυσσίδες
ἔσταζε μίσος ἔνθεο καὶ ἔφτυνε χολή,
καὶ Οὕννους ἐβασάνιζε μὲ Γερμανοὺς Ναζῆδες.
κράταγε ξίφος καὶ σφυρί, καὶ ἔσερν’ ἁλυσσίδες
ἔσταζε μίσος ἔνθεο καὶ ἔφτυνε χολή,
καὶ Οὕννους ἐβασάνιζε μὲ Γερμανοὺς Ναζῆδες.
* * *
Λένε γιὰ μένα
οἱ νάζουρες ποὺ ζήσαμε μαζὺ
πὼς εἶμαι σατανόσκυλο στριφνὸ συφιλιασμένο,
πὼς ὅλους τοὺς ὑπάνθρωπους μισῶ καὶ λαχταρῶ,
νὰ χώσω μέσ’ στὸ γκῶλο τους τραγὶ δαιμονισμένο.
πὼς εἶμαι σατανόσκυλο στριφνὸ συφιλιασμένο,
πὼς ὅλους τοὺς ὑπάνθρωπους μισῶ καὶ λαχταρῶ,
νὰ χώσω μέσ’ στὸ γκῶλο τους τραγὶ δαιμονισμένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου