Στὸ
Χολαργὸ
πρωί-πρωὶ
σὰ
ζόμπι τριγυρίζω
καὶ
ὅπου
βρῶ
κωλόγερο μὲ
λύσσα τραμπουκίζω
τραβῶ
φαλτσέτα μονομιᾶς
οὐρλιάζω
σὰν
ἀρχίδι
καὶ
τὰ
γερόντια σκιάζονται σὰ
ντρῶνε
τὸ
βρισίδι
τὰ
γόνατά τους τρέμουνε κἣ
σούφρα τους ἀνοίγει
κοζάρουν
ζβάστικα τατοῦ
καὶ
τοὺς
ἐπιάνουν
ῥίγη
οἱ
πιὸ
πολλοὶ
λιπόθυμοι σωριάζονται στὸ
δρόμο
καὶ
κάμποσοι μ᾽
ἐφράγματα
ψοφᾶνε
ἀπ᾽
τὸ
ντρόμο
μὰ
τότ᾽
ἐγὼ
σὰ
γκζωτικὸ
στὸ
ἄλσος
μέσα ζβήνω
καὶ
ἁλυχτῶ
σὰν
ὕαινα
τὴ
μπαναγία χύνω
σκορπῶ
τὸ
φόβο σὰ
χτικιὸ
στὰ
μέρη τοῦ
Μετζέλου
γιατ᾽
εἶν᾽
ὁ
ποῦτσος
μου μακρὺς
ὡσὰν
δοξάρι τσέλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου