Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

CYBERPUNK


Μῶβ led στὰ μαῦρα του γυαλιὰ
Ἀναβοσβήνουν ῥυθμικὰ
Σὲ πατομούνια πλαδαρὰ
Βουλιάζει donut μὲ καρφιὰ

Μὲ καρφωμένες στὸ λαιμὸ
Στὸ σβέρκο, στὸν ἐγκέφαλο
Στὸν πόρο τὸν δακρυϊκὸ
Σύριγγες μὲ φωσφο-ὑγρὸ

Σύριγγες βιοτρονικὲς
Εὔκαμπτες καὶ συνθετικὲς
Συνδέονται μ’ ὑπόνομο
Μὲ νιτρικὸ βενζόλιο

Τὸ Κυβερνόπλασμα κυλᾷ
Παντοῦ, στὶς φλέβες, στὰ νεφρὰ
Ὑγρὸ νοῆμον καὶ πηχτὸ
Ἰξῶδες καὶ ἀλκαλικὸ

Σάρκες, πλακέτες καὶ ὑγρᾶ
Βύσματα ἐμβιονικὰ
Ἱστοί, τσιπάκια ζωϊκὰ
Καλώδια διάφανα

Ὀργανικυβερνοπανκιὸ
Μοχῶκι πράσινο, ψηλὸ
Τρῷ βιομάζα μὲ ὀρὸ
Καὶ πίνει Φρέον μὲ ἀφρὸ

Στὰ πλάγια ξοῦρα μὲ σουγιᾶ
Φορᾷ ἀρβῦλες καὶ χαλκᾶ
Φωνὴ βαριά, ψηφιακὴ
Καὶ χύνj ὀξέα καυστικὰ

Εἶναι φρηκιὸ καὶ δὲ μασσᾷ
Hamburger τρῴει τοξικὰ
Τζατζίκια τεχνοτρονικὰ
Κι εἰσπνέει καυσαέρια

Γιατ’εἶναι ἕνας Cyberpunk
Κυβερνοφρῆκος slammindunk
Μὲ μωϊκάνα μπημποπὲ 
Μὲ μπλὲ φραπὲ καὶ τρῴει junk

ΧΛΩΡΟΨΩΛ



Νιτρομπούκι κολωνάτο σὰ μαρμάρινο καυλὶ
μὲς τὸ γκῆπο της φυτρώνει καὶ τῆς σκίζει τὸ κωλὶ

σὰ σεκόγια ξεπροβάλλει καὶ σκιάζει τὶς ἰτιὲς
καὶ τὰ τζάμια τῆς λουστράρει μὲ παχύρρευστες χυσιὲς

στάζει φλόκι ὁ κορμός του, χυσορέτσινο τζάκ-πὸτ
καὶ στὴ μοῦνα της καρφώνει τὰ κλαδιά του σὰ ῥομπὸτ

Δεντροψώλαρος βαρβάτος μὲ ψυχὴ σατανικὴ
τῇ σερβίρει φίνο κρέας, τὴ γαμάει σὰ σακὶ

μὲ μουνόχια τὸ μποτίζει καὶ θεριεύει πιὸ πολὺ
καὶ ἡ μποῦτζα του μακραίνει καὶ στεγάζει τὴν αὐλὴ

χύνει μπόμπα-χλωροφύλλη καὶ τὴ λούζει μὲ πυγμὴ
κι ἡ πουτάνα γονατίζει καὶ τὰ πίνει στὴ στιγμὴ

ἀποτρόπαιο γαμῆσι καὶ εἰκόνα βδελυρὴ
νὰ γαμιέται μ᾽ ἕνα δέντρο μία τσοῦλ᾽ ἀριστερὴ


ΣΕ ΟΥΦΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ

Λένε πὼς ἦρθαν ἀπ’ ἀλλοῦ, πὼς ἦρθαν ἀπ’ τ’ ἀστέρια
Πὼς κράδαιναν παχιὰ καβλιᾶ μέσα στὰ δυό τους χέρια

Τοὺς εἶδαν πάνῳ στὸ βουνὸ γαμῶντας μοναστήρια
Ὁ Σατανὰς τοὺς ἐκανε μὲ κέφι τὰ χατήρια

Ποτίσαν ὅλους τοὺς ἀγροὺς μὲ χύσι ντελικάτο
Λῃστῶν τσιγγάνων κι Ἀλβανῶν ξεσκίσανε τὸ μπάτο

Στὸ τέλος μπήκανε εὐθὺς σὲ γοῦφο ἀσημένιο
Κι ἀρχίδι πίσῳ ἀφίσανε, χρυσό, καραμελένιο

Χέρμανν Γκαῖρινγκ τὸν βαφτίσαν

Hermann Göring τὸν βαφτίσαν, τὸν γεμίσαν ναζιζμό
Γιὰ τὴ Γιορμανία χύσαν καὶ γαμῆσαν τὸ Χριστὸ

Hermann Göring καὶ Luftwaffe, καὶ φοβοῦνται νὰ τὸ ποῦν
Sonnenrad καὶ Hakenkreuz, τρέμουν μὲ τὸ ποὺ τὰ δοῦν

Μὲ ἐβένινη Πεντάλφα κι ἕν’ ἀνάποδο σταυρό
Μὲ κρανίο ξυρισμένο πίνω αἷμα ἑβραϊκὸ

Μάτια λάμπουν γουρλωμένα κι αἷμα στάζει μυσαρό
«Θὰ πεθάνετε!!» οὐρλιάζω στοῦ ναοῦ τὸ ἱερὸ

Hermann Göring ῥὲ πουτσόλες καὶ γαμᾶμε τὸ σταυρό
Πάτσωμα, ψωλοπιλάλα καὶ γαμῆσι ταφικὸ

Μιὰ χαμούρα ἀπὸ κόμμα μὲ κασκὸλ καὶ μὲ ταγιέρ
10 μέτρα μέσ’στὸ βόθρο κατεβάσαν μ’ ἀσανσὲρ

Κάθεται ἐκεῖ ἡ πόρνη, τσιμπουκώνει ἑρπετᾶ
Καὶ ἀμφίβια μὲ γλῶσσες τῆς μολύνουν τὰ μεριὰ

Σαλαμάνδρες καὶ βατράχια πράσινα καὶ γλιστερά
Χύνουν χύσι στῆς κουφάλας τὸ λαιμὸ καὶ τὰ αὐτιὰ

Κι ἡ πουτάνα ἀπ’ τὸ κόμμα κλαίει χύνει καὶ γελᾷ
Τὸ μαρτύρι ὑπομένει γιὰ καργιέρα καὶ λεφτὰ

Θέλει δόξα κι ἐξουσία, νὰ ἀνέβῃ στὰ ψηλά
Χυσοδοῦλι-χυσοφάϊ, στραγκαμπούκια φουρνιστᾶ

NAZERBLUT

Ναζάρδι ἄσπρο καὶ τραχὺ
τοῦ Ῥάιχ τὸ καμάρι
ἁπλώθηκε σ᾽ ὅλη τὴ γῆ
καὶ τίμησε τὸν Ἄρη

σὲ Νέγρους, Τούρκους κι Ἀλβανοὺς
ἑτοίμασε χουνέρι
τὸ γκῶλο τους ξεχείλωσε
μὲ λάβρο γουδοχέρι

ὅτα γκυττοῦν τὴ ζfάστιγγα
τὰ μάτια τους πυῤῥώνουν
σφίγγουν σὰ γκντήνη τὶς γροθιὲς
καὶ τὸ λαὸ πωρώνουν

ξανθοὶ γαλανομάτηδες
στὸ μῖζοζ βουτηγμένοι
ψυχροί, ἀτάραχοι Νταοὶ
στὸ μπόλεμο δοσμένοι

νὰ σφάζουν δὲ γκουράζονται
Ἑβραίους καὶ Μογγόλους
Πακιστανοὺς καὶ Ἀβγανοὺς
τοὺς ξαντεριάζουν ὅλους

τὰ τσιγγανάκια ψήνουνε
καὶ φτιάγνουνε σαπούνι
καὶ ὄπου βροῦν Ἀριστερὸ
τὸ γδέρνουν σὰ γουρούνι

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΧΑΡΗ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗ

Τὸ Κέρας τῆς Ἀμάλθειας στὸ γκῶλο σ’ ἔχει μπῇ
Λεπρὲ τῆς Ἐχθροπάθειας λουγκρὲ εἰσηγητῆ

Μέσα στὸ σάπιο κῶλο σου λαίμαργα λαχταρᾷς
Χύσια καυτὰ ὁλόπηχτα τῆς λαθροξενιτιᾶς

Νεοταξίτικο σιχτιό, πασοκικὸ ἀρχίδι
Ἑβραιολάγνε σάτυρε τόφαλε Καστανίδη

Τὸ πατρικὸ τὸ μνῆμα σου τὸ κατουρᾶν Ῥαββίνοι
Καὶ χέσιμο τοῦ ῥίχνουνε 45 κῦνοι

ΣΑΤΑΝΑΖΙ

40άρα πρωτεΐνη καὶ ὑγρὸ ἀμινοξὺ
θὰ χτυπήσω γιὰ νὰ γίνω φουσκωτὸς Σαταναζὶ

Μὲ κεφάλι ξουριζμένο καὶ τὴ ζβάστιχα ταττοῦ
τὰ Κομμούνια μαχαιρώνω μπρὄστο σπίτι του λαοῦ

Πακιστάνια σαπακιάζω δυνατὰ κι ἑλληνικὰ
καὶ τουρίστες χαιρετάω στὸ μετρὸ φασιστικὰ

δὲ μασάω το καβλί μου, ἔχω μάτια γαλανὰ
πετσοκόβω Τσιγγανάκια στὸ βωμὸ τοῦ Σατανᾶ

εἶμαι γτῆνος δίχως τύψεις καὶ κοτσάρω τὸ σουγιὰ
μὲς τὰ σπλάγνα τοῦ ῥαββίνου καὶ συρίζω σὰν ὀχιᾶ

μὰ τὸ πιὸ μεγάλο μῖζοζ τρέφω πάντα γι᾽ αὐτουνοὺς
τοὺς γαμιόληδες τῆς πλάσης ποὺ τοὺς λένε Ἀλβανοὺς

μὲς τὰ μάτια τους τσιγάρα ζβήνω μ᾽ ἔνθεο θυμὸ
καὶ μαχαίρι τῆς λουντβάφε τοὺς καρφώνω στὸ λαιμὸ

σὰ σφαδάζουν μὲς τὸ αἷμα ζωντανοὺς τοὺς κατουρῶ
καὶ τὸ πτῶμα τους αφίνω νὰ γαμήσουν καγκουρὼ